φιλονικώ

φιλονικώ
φιλονίκησα, αμτβ., αγαπάω τις φιλονικίες, διαπληκτίζομαι, μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι: Φιλονίκησαν στη μοιρασιά των χρημάτων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλονικώ — φιλονικώ, φιλονίκησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φιλονικώ — και φιλονεικώ / φιλονικῶ και φιλονεικῶ, έω, ΝΜΑ [φιλόνικος / φιλόνεικος] 1. αγαπώ τις έριδες, μού αρέσει να διαπληκτίζομαι, καβγαδίζω, τσακώνομαι, μαλώνω αρχ. 1. (με θετ. σημ.) αμιλλώμαι, συναγωνίζομαι 2. προσπαθώ, αγωνίζομαι, πασχίζω («κἄν… …   Dictionary of Greek

  • φιλονίκῳ — φιλονί̱κῳ , φιλόνεικος masc/fem/neut dat sg φιλόνικος fond of victory masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαμφισβητώ — έω, Μ φιλονικώ επί πλέον με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀμφισβητῶ «λογομαχώ, φιλονικώ»] …   Dictionary of Greek

  • προσερίζω — και δωρ. τ. ποτερίσδω Α 1. φιλονικώ επίσης με κάποιους άλλους 2. εξοργίζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * / ποτ (βλ. λ. ποτί) + ἐρίζω / ἐρίσδω «φιλονικώ»] …   Dictionary of Greek

  • έριδα — Βλ. λ. Έρις. * * * η (AM ἔρις, Μ και ἔριτα) 1. φιλονεικία, διένεξη, μάλωμα 2. λογομαχία, διαφωνία 3. διχόνοια μσν. 1. συναγωνισμός 2. φρ. «στέκω εἰς ἔριταν» φιλονικώ αρχ. 1. ένοπλη ρήξη («ἔριν αἱματόεσσαν», Αισχύλ.) 2. άμιλλα, ανταγωνισμός, ζήλος …   Dictionary of Greek

  • αθιβάλλω — και αθιβάνω 1. εκφράζω αμφιβολίες, αμφιβάλλω 2. συνομιλώ, συζητώ 3. ανταλλάσσω λόγια, φιλονικώ 4. μιλώ, διηγούμαι, επαινώ, εξυμνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφιβάλλω, με ανομοίωση του χειλικού συνεχόμενου συμφώνου φ σε θ, λόγω τού αμέσως ακολουθούντος,… …   Dictionary of Greek

  • αλεποτινάζω — Ι. ενεργ. 1. αρπάζω κάποιον με ορμή και τόν χτυπώ βίαια καταγής 2. απωθώ με βία ΙΙ μέσ. κινούμαι με απειλητικές διαθέσεις ΙΙΙ. (αλληλοπαθές) φιλονικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού + τινάζω] …   Dictionary of Greek

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

  • αμφιλέγω — ἀμφιλέγω (Α) 1. φιλονικώ, λογομαχώ 2. αμφισβητώ, αμφιβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + λέγω. ΠΑΡ. ἀμφιλεγόμενα, ἀμφίλεκτος, ἀμφίλογος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”